- καλυκώδης
- κᾰλῠκ-ώδης, ες,A cup-shaped,
ἄνθος Thphr.HP3.5.6
, 3.10.4.II dub. sens., ἐνθάδε Κλειτόριος κεῖται δρῖλον καλυκῶδες κτλ. Raccolta Raccolta Lumbroso 257 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄνθος Thphr.HP3.5.6
, 3.10.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλυκώδης — καλυκώδης, ες (Α) όμοιος με κάλυκα άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλυξ, υκος + ώδης (πρβλ. θυελλ ώδης, κυματ ώδης)] … Dictionary of Greek
καλυκώδη — καλυκώδης cup shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καλυκώδης cup shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καλυκώδης cup shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυκῶδες — καλυκώδης cup shaped masc/fem voc sg καλυκώδης cup shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλυκώδεσιν — καλυκώδης cup shaped masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)